διαιρουμένῃ

διαιρουμένῃ
διαιρέω
take apart
pres part mp fem dat sg (attic epic)
διαιρέω
take apart
pres part mp fem dat sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαιρουμένη — διαιρέω take apart pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) διαιρέω take apart pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”